πολιαίνομαι

πολιαίνομαι
πολῐ-αίνομαι, ([etym.] πολιός) [voice] Pass.,
A grow white, of the foaming sea, A.Pers.109(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολιαίνομαι — Α [πολιός] (για την αφρίζουσα θάλασσα) γίνομαι λευκός, λευκαίνω …   Dictionary of Greek

  • πολιαινομένης — πολιαίνομαι grow white pres part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιαινομένας — πολιαινομένᾱς , πολιαίνομαι grow white pres part pass fem acc pl πολιαινομένᾱς , πολιαίνομαι grow white pres part pass fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιανίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού μαγγανίου με μολυβδότεφρο ή μαύρο χρώμα και υπομεταλλική λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polianite < γερμ. Polianit < πολιαίνομαι < πολιός «γκρίζος, φαιός»] …   Dictionary of Greek

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”